- προσασχολώ
- -έω, Α1. (ενεργ. και μέσ.) ενασχολούμαι επί πλέον2. αναγκάζω κάποιον να προσέξει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀσχολῶ «εργάζομαι, ασχολούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσευσχολώ — έω, Α (δ. γρφ. τού προσασχολῶ) απασχολούμαι άνετα με κάτι, όταν δεν έχω δουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐσχολῶ «ασχολούμαι, ευκαιρώ»] … Dictionary of Greek